- ευδιάβολος
- εὐδιάβολος, -ον (Α)1. ο ευδιάβλητος2. (επίρρ. φρ.) «εὐδιαβόλως ἔχειν» — το να έχει κάποιος διάθεση για κατηγορία, για διαβολή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διά-βολος «αυτός που διαβάλλει (ή και διαβάλλεται)» (< δια-βάλλω)].
Dictionary of Greek. 2013.